Ή σωματική άσκηση αποτελεί φυσιολογική κατάσταση με επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα γνωστές εδώ και πολλά χρόνια. Ή εφαρμογή της άσκησης ως μέσου διάγνωσης άλλα και ως θεραπευτικού ή προληπτικού μέσου σε περιπτώσεις παθήσεων του κυκλοφορικού συστήματος προσδίδει πρακτικό ενδιαφέρον στη μελέτη των φυσιολογικών μεταβολών που συνοδεύουν τη φυσική προσπάθεια. ‘Ακόμα και ή μεταβολή του σώματος απ την ύπτια στην όρθια θέση είναι γνωστό ότι προκαλεί αύξηση των περιφερικών αντιστάσεων σε φυσιολογικά άτομα. Ή αύξηση αύτη των περιφερικών αντιστάσεων αποδίδεται σε αγγειοσύσπαση των αρτηριδίων πού αποσκοπεί στην διατήρηση της αρτηριακής πίεσης σταθερής όταν ή καρδιακή παροχή ελαττώνεται. Κατά τη σωματική άσκηση ή αιμάτωση των εργαζομένων μυών αυξάνει κι αυτό επιτυγχάνεται με την αγγειοδιαστολή των μυϊκών αρτηριών. Παράλληλα, ελαττώνεται ή αιμάτωση και αυξάνουν οι αγγειακές αντιστάσεις στη σπλαχνική και στη νεφρική κυκλοφορία. Οι μεταβολές των περιφερικών αντιστάσεων κατά τη φυσική δραστηριότητα επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση και τα διαφορετικά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του 24ώρου θεωρείται ότι είναι υπεύθυνα για τις μεταβολές της αρτηριακής πίεσης πού παρατηρούνται μέσα στο 24ωρο σε φυσιολογικά άτομα. “Έτσι, είναι γνωστό, ότι ή αρτηριακή πίεση είναι μεγίστη κατά τη φυσική δραστηριότητα και ελαχίστη κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ή αυξημένη αιμάτωση των μυών στη σωματική άσκηση αποσκοπεί στην εξασφάλιση των αναγκών των μυϊκών ινών σε οξυγόνο.
Κατά την άσκηση διακρίνονται τρεις φάσεις ανάλογα με την πρόσληψη οξυγόνου απ τους εργαζόμενους μύες:
- ή μεταβατική φάση
- ή φάση σταθεροποίησης
- ή φάση αποκατάστασης.
- Στη μεταβατική φάση ή παροχή οξυγόνου καθυστερεί και οι ενεργειακές απαιτήσεις του μυϊκού έργου καλύπτονται απ τη διάσπαση της φωσφορικής κρεατίνης των μυϊκών ινών και όταν ή προσπάθεια είναι πολύ έντονη, απ’ την παραγωγή γαλακτικού οξέος.
- Στη φάση της σταθεροποίησης, οι ενεργειακές απαιτήσεις ικανοποιούνται απ’ την πρόσληψη οξυγόνου όταν ή ένταση της άσκησης είναι σχετικά μικρή. “Όταν ή ένταση της άσκησης είναι μεγάλη τότε το προσλαμβανόμενο οξυγόνο είναι λιγότερο απ’ αυτό που απαιτείται.
- Κατά τη φάση της αποκατάστασης, ή πρόσληψη οξυγόνου εξακολουθεί να είναι : υψηλή και ή διάρκεια της αυξημένης πρόσληψης είναι ανάλογη με την ένταση της άσκησης που προηγήθηκε. Το οξυγόνο που καταναλώνεται κατά τη φάση της αποκατάστασης χρησιμοποιείται για να επαναφέρει τις λειτουργίες του σώματος στην κατάσταση της ηρεμίας. Οι αυξημένες περιφερικές αντιστάσεις κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης σχετίζονται με την αυξημένη δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος. Ή αυξημένη αυτή δραστηριότητα τεκμηριώνεται με την ανεύρεση αυξημένων συγκεντρώσεων νοραδρεναλίνης στην περιφερική φλεβική κυκλοφορία . Ό βαθμός της αυξήσεως φαίνεται ότι είναι ανάλογος με την ένταση του μυϊκού έργου. Τα επίπεδα της νοραδρεναλίνης εξακολουθούν να είναι αυξημένα 1 —2 λεπτά μετά τη διακοπή της άσκησης και αυτό συμβαίνει παρά την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας που παρατηρείται αμέσως μετά τη λήξη της άσκησης.
Ή επίδραση της σωματικής άσκησης στη δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος μπορεί να τροποποιηθεί με την προπόνηση. Τόσο σε πειραματόζωα όσο και στον άνθρωπο έχει βρεθεί ότι ή απάντηση του συμπαθητικού συστήματος είναι μικρότερη όταν έχει προηγηθεί προπόνηση. Ή απάντηση του συμπαθητικού συστήματος στη σωματική προσπάθεια ερμηνεύει και τις παρατηρούμενες κατά την άσκηση λειτουργικές μεταβολές απ’ το κυκλοφορικό σύστημα: αύξηση της καρδιακής συχνότητας, αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης, σύσπαση σπλαγχνικού και νεφρικού αγγειακού δικτύου. Οι μεταβολές αυτές είναι ανάλογες με το σχετικό φορτίο έργου. Για ένα δεδομένο απόλυτο φορτίο έργου, ή καρδιακή συχνότητα και ή ελάττωση της ροής αίματος στη σπλαχνική και νεφρική κυκλοφορία είναι μικρότερες σε άτομα με υψηλή πρόσληψη οξυγόνου σε σχέση με τα άτομα που παρουσιάζουν χαμηλή πρόσληψη οξυγόνου. Ή διαφορά στην πρόσληψη οξυγόνου μπορεί να επηρεαστεί με την προπόνηση. “Έτσι, μετά από προπόνηση, ή καρδιακή συχνότητα και ή αγγειοσύσπαση των σπλαγχνικών και νεφρικών αρτηριών ελαττώνονται για δεδομένο απόλυτο φορτίο έργου και είναι όμοιες για δεδομένο σχετικό φορτίο έργου. Κατ’ ανάλογο τρόπο, ή νοραδρεναλίνη του πλάσματος είναι χαμηλότερη στα προπονημένα άτομα για δεδομένο φορτίο εpγoυ, άλλα είναι όμοια με αυτήν που βρίσκεται σε απροπόνητα άτομα για το ίδιο σχετικό φορτίο έργου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι μεταβολές της δραστηριότητας του συμπαθητικού συστήματος συνδέονται στενά με τις ανάγκες της άσκησης. Ό τρόπος με τον όποιο εκφράζονται αυτές οι ανάγκες δεν είναι σαφής. “Έχει, από παλιά διατυπωθεί ή άποψη ότι ό έλεγχος της συμπαθητικής δραστηριότητας κατά την άσκηση προέρχεται από χημειοϋποδοχεϊς του καρδιαγγειακού συστήματος ή των μυών ή από τον κινητικό εγκεφαλικό φλοιό”. Σε αντίθεση με τις μεταβολές του συμπαθητικού συστήματος, όπως εκφράζονται με τις μεταβολές της συγκέντρωσης της νοραδρεναλίνης στο περιφερικό αίμα, ό ρόλος του συστήματος ρενίνης-άγγειοτασίνης-άλδοστερόνης κατά τη σωματική άσκηση δεν είναι εύκολα κατανοητός. Αύξηση των συνιστωσών του συστήματος έχει παρατηρηθεί μετά από έντονη άσκηση δρόμου δέκα λεπτών. Ή διάρκεια αυτής της αύξησης ξεπερνά κατά πολύ τη διάρκεια της άσκησης, έτσι ώστε κατά τις περιόδους προπόνησης να διαπιστώνονται σταθερά αυξημένες τιμές δραστικότητας ρενίνης πλάσματος, άγγειοτασίνης και άλδοστερόνης και αντίστοιχες αυξήσεις της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε αθλητές.
Υπάρχουν ενδείξεις για το ότι ή αύξηση αυτή των συγκεντρώσεων των συνιστωσών του συστήματος ρενίνης – άγγειοτασίνης – άλδοστερόνης στο περιφερικό αίμα εκφράζει αυξημένη δραστηριότητα αυτού του συστήματος. “Έτσι, έχει βρεθεί, ότι ό αποκλεισμός της άγγειοτασίνης κατά την άσκηση αμβλύνει την αύξηση της αρτηριακής πίεσης που παρατηρείται κάτω από ανάλογες συνθήκες, όταν το σύστημα των αγγειοκινητικών αυτών ουσιών μείνει ανέπαφο. Το ερέθισμα για την παραγωγή ρενίνης κατά την άσκηση θεωρείται ότι είναι ή ελάττωση της πίεσης ή της ροής αίματος στα προσαγωγά άρτηρίδια του νεφρού, ελάττωση που είναι αποτέλεσμα της άγγειοσύσπασης των νεφρικών αγγείων που προκαλείται από την αυξημένη δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος. Ή άσκηση σε ποδήλατο αποτελεί δοκιμασία που έχει χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη των επιπτώσεων της σωματικής δραστηριότητας τόσο σε φυσιολογικά άτομα, όσο και σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Από πολλά χρόνια είχε επισημανθεί ή φυσιολογική παρουσία αντιστρόφως ανάλογης συσχέτισης ανάμεσα στην καρδιακή συχνότητα και στην αρτηριακή πίεση. Ή συσχέτιση αυτή καθορίζεται από φυσιολογικό αντανακλαστικό μηχανισμό, που τροποποιείται κατά την άσκηση, οπού τόσο ή καρδιακή συχνότητα όσο και ή συστολική πίεση αυξάνουν. “Έτσι, ή ηλεκτρική διέγερση του νεύρου του καρωτιδικού κόλπου στον άνθρωπο βρέθηκε ότι προκαλεί μικρότερες μεταβολές κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης από όσο κάτω από συνθήκες ηρεμίας. ‘Ακόμα, μελέτη φυσιολογικών ατόμων με άσκηση σε ποδήλατο έδειξε, ότι ή σχέση των σφυγμικών μεσοδιαστημάτων με την αρτηριακή πίεση κατά την ενδοφλέβια έγχυση φαινυλεφρίνης παρουσίαζε μικρότερη ευαισθησία όσο ή ένταση της άσκησης γινόταν μεγαλύτερη. “Όταν ή ένταση της άσκησης προκαλούσε αύξηση της καρδιακής συχνότητας σε 150 σφύζεις κατά λεπτό, ή αύξηση της αρτηριακής πίεσης με τη φαινυλεφρίνη δεν προκαλούσε ελάττωση της καρδιακής συχνότητας . Οι επιπτώσεις της άσκησης σε ποδήλατο στις διάφορες φυσιολογικές λειτουργίες φαίνεται διότι επηρεάζονται και από τη θέση του σώματος. Οι ποδηλάτες χρησιμοποιούν γενικά δύο θέσεις πάνω στη σέλλα : καθιστή με μικρή κλίση του σώματος προς τα εμπρός και τα χέρια σε υψηλό επίπεδο και θέση βαθιάς προς τα εμπρός κάμψης του σώματος με τα χέρια προς τα κάτω (το τιμόνι σε χαμηλή θέση). “Έχει διαπιστωθεί, ότι ή πρόσληψη οξυγόνου και ό πνευμονικός αερισμός είναι σημαντικά υψηλότερα κατά τη δεύτερη θέση οπότε και ή απόδοση έργου είναι μεγαλύτερη.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α ΛΟΥΚΑΣ
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ζ ΚΟΜΝΗΝΟΣ