Αρχική » Aυξημένη συγκέντρωση μυϊκών πρωτεϊνών & δείκτης μυϊκής βλάβης

Aυξημένη συγκέντρωση μυϊκών πρωτεϊνών & δείκτης μυϊκής βλάβης

by admin

Η αυξημένη συγκέντρωση μυϊκών πρωτεϊνών στο αίμα αποτελεί επίσης έμμεσο δείκτη μυϊκής βλάβης (Clarkson et al., 1992, Nosaka and Clarkson, 1996a,b). Ωστόσο, σημειώνεται ότι η αυξημένη αυτή συγκέντρωση είναι συνάρτηση των πρωτεϊνών που απελευθερώνονται από τους μυς και αυτών που καθαίρονται από τους μηχανισμούς κάθαρσης του αίματος (Clarkson and Hubal, 2002). Η μέτρηση της δραστικότητας των μυϊκών ενζύμων CK και LDH καθώς και της συγκέντρωσης της Mb και των κλασμάτων των βαριών αλυσίδων μυοσίνης (MHC) στο πλάσμα του αίματος έχει προταθεί και χρησιμοποιούνται ευρέως για τον έλεγχο της ύπαρξης μυϊκής βλάβης (Mair et al., 1992, Rodenburg, et al., 1993). Τα ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν τη σχέση μεταξύ της ασκησιογενούς μυϊκής βλάβης και της αυξημένης δραστικότητας των μυϊκών ενζύμων στον ορό του αίματος. Η συγκέντρωση τους φαίνεται να αυξάνεται σημαντικά μετά από έκκεντρη άσκηση υψηλής έντασης και για ένα χρονικό διάστημα ωρών ή αρκετών ημερών (Βrown et al., 1999, Nosaka and Clarkson, 1996, Nosaka and Kuramata, 1991), ενώ σε ορισμένες έρευνες η ίδια μορφή άσκησης δεν έδειξε να προκαλεί ανάλογη αύξηση της συγκέντρωσής τους (Lund et al., 1998, Schwane et al., 1983). Υψηλές συσχετίσεις έχουν αναφερθεί μεταξύ της δραστικότητας των ενζύμων CK και LDH στο αίμα και του βαθμού της βλάβης και της μείωσης της δύναμης μετά από έκκεντρη άσκηση (Nosaka and Clarkson, 1996a).[quote]η τροπονίνη Ι του σκελετικού μυός αποτελεί έναν αρχικό και ειδικό δείκτη της μυϊκής βλάβης που ανιχνεύεται στο πλάσμα μετά από την άσκηση[/quote]

human

Υπάρχουν, ωστόσο ορισμένες παρατηρήσεις, όσον αφορά στις διατομικές διαφορές αυτών των αποκρίσεων στο αίμα μετά από συγκρίσιμη, ιστολογικά ποσοτικοποιημένη ασκησιογενή μυϊκή βλάβη σε ανθρώπους (Fielding et al., 1993) και σε ζώα (Armstrong et al., 1983, Komulainen et al., 1995).
Οι διατομικές αυτές διαφορές αποκλείουν μια απλή ερμηνεία της αυξημένης δραστικότητας μυϊκών ενζύμων στο αίμα, ειδικά όσον αφορά στη σχέση τους με το μέγεθος της βλάβης. Μια εξήγηση των διαφορετικών αποκρίσεων θα μπορούσε να είναι ότι η απελευθέρωση στο αίμα κυτταροπλασματικών πρωτεϊνών, όπως είναι η CK και η Μb, μετά από άσκηση μπορεί να προκληθεί είτε από την προσωρινή βλάβη των μυϊκών ινών που συνοδεύεται από ρήξη της κυτταρικής τους μεμβράνης (η ακεραιότητα της οποίας όμως ακολούθως αποκαθίσταται), είτε ως αποτέλεσμα τελικής νέκρωσης των μυϊκών ινών (McNeil and Khakee, 1992). Επιπλέον, αυτοί οι δείκτες έχουν τον περιορισμό ότι δεν είναι ειδικοί μόνο για το σκελετικό μυ, ενώ άλλοι, όπως η τροπονίνη Ι του σκελετικού μυός αποτελεί έναν αρχικό και ειδικό δείκτη της μυϊκής βλάβης που ανιχνεύεται στο πλάσμα μετά από την άσκηση (Sorichter et al., 1997).

Παρ’ όλα αυτά, η συγκέντρωση αυτών των δεικτών και ειδικότερα της CK στον ορό ή στο πλάσμα χρησιμοποιείται ιδιαίτερα συχνά. Αν και αποτελούν μόνο έμμεσους δείκτες της μυϊκής βλάβης, οι οποίοι μπορεί να επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες πέραν της βλάβης, πιθανόν και γενετικούς (Hortobagyi and Denahan, 1989, Clarkson and Hubal, 2002), ωστόσο η συνδυαστική τους χρήση με άλλους έμμεσους δείκτες της βλάβης (π.χ. λειτουργικούς ή κλινικούς) μπορεί να πιστοποιεί ποιοτικά, αλλά χωρίς να ποσοτικοποιεί, τη μυϊκή βλάβη.

δείτε επίσης 

Έκκεντρη άσκηση – Μυϊκή βλάβη & η λειτουργία του IGF-1

Related Posts

Στην ιστοσελίδα μας χρησιμοποιούμε Cookies, για να μπορέσουμε να προσφέρουμε μια προσωποποιημένη εμπειρία περιήγησης. Αποδοχή Δείτε περισσότερα