Αρχική » Kαρνιτίνη κατανομή & απέκκριση στους ιστούς

Kαρνιτίνη κατανομή & απέκκριση στους ιστούς

by admin

Είναι γεγονός ότι οι φυσιολογικές τιμές της καρνιτίνης στους διάφορους ιστούς, και στα βιολογικά υγρά του ανθρώπινου οργανισμού παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις στις διάφορες εργασίες. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να εξηγήσουν τα παραπάνω. Οι διαφορετικές μέθοδοι, π.χ. προσδιορισμού της καρνιτίνης που χρησιμοποιούνται στις διάφορες έρευνες, το γεγονός ότι οι περισσότερες έρευνες αναφέρονται σε παθολογικές καταστάσεις, η διαφορετική κατανομή γεωγραφικά, κατά ηλικία, φύλο, βάρος, η διαφορετική διατροφή στα άτομα της κάθε μελέτης.[quote]οι συγκεντρώσεις της ολικής καρνιτίνης στο σπέρμα είναι περίπου 10 φορές υψηλότερες από αυτές του αίματος [/quote]

Γενικότερα η καρνιτίνη βρίσκεται αυξημένη στους ιστούς που χρησιμοποιούν λιπαρά οξέα για την παραγωγή ενέργειας, όπως είναι οι σκελετικοί μύες και η καρδιά. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η καρνιτίνη στους μυς. Οι DiMauro και συν. (1980) υπολόγισαν ότι η συγκέντρωση

  • στους μυς είναι 3 μmol/gr,
  • στο ήπαρ 1 μmol/gr
  • στην καρδιά 0.5 μmol/gr.

Η συγκέντρωση της καρνιτίνης στον ορό υπολογίζεται ότι είναι 40 φορές μικρότερη της συγκέντρωσης στους μυς (Cederblad και συν. 1974, 1976). Μεγάλες συγκεντρώσεις καρνιτίνης παρατηρήθηκαν επίσης στο σπέρμα των θηλαστικών και του ανθρώπου (Vernon 1971, Lewin και συν. 1976). Μάλιστα οι συγκεντρώσεις της ολικής καρνιτίνης στο σπέρμα είναι περίπου 10 φορές υψηλότερες από αυτές του αίματος (Kohengkul και συν. 1977). Η καρνιτίνη στον καρδιακό μυ είναι σαφώς χαμηλότερη από αυτή των σκελετικών μυών, αλλά εξίσου υψηλή σε σχέση με τους υπόλοιπους ιστούς (Cederblad και συν. 1974, Tanphaichitr και συν. 1974, Snoswell και συν. 1972). Στον πίνακα αναφέρονται ενδεικτικές τιμές ολικής καρνιτίνης στο πλάσμα και σε ιστούς :

Πλάσμα 46 μΜ Hoppel and Genuth (1980)
Ήπαρ 0,94 μmol/gr ξηρού βάρους Boudin και συν. (1976)
Καρδιά 1,26 μmol/gr ξηρού βάρους Suzuki Kat συν. (1982)
Νεφροί 0,52 μmol/gr ξηρού βάρους Hoppel (1990)
Σκελετικοί μυς 4,21 μmol/gr ξηρού Βάρους Lennon και συν. (1986)
Σπέρμα 1100 pmol/106 σπέρμα Golan και συν. (1986)
Ούρα 125 μmol/ημέρα Hoppel (1990)

[quote]ο μεταβολισμός της καρνιτίνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη νεφρική λειτουργία[/quote]

Ο νεφρός αποτελεί σημαντική θέση για τη σύνθεση καρνιτίνης από την κυκλοφορούσα 6-Ν-τριμεθυλο-λυσίνη. Εκτός από την πρόσληψη και τη σύνδεση, ο μεταβολισμός της καρνιτίνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη νεφρική λειτουργία. Η καρνιτίνη είναι υδατοδιαλυτό μόριο, που δεν είναι συνδεδεμένο με πρωτεΐνη και φιλτράρεται από το αγγειώδες σπείραμα του νεφρού. Το ποσό της καρνιτίνης που διηθείται στο αγγειώδες σπείραμα είναι 4 μmol/min ή 5760 μmol/ημέρα, σε αντίθεση με τα 125 μmol/ημέρα που στην ουσία απεκκρίνονται από άνθρωπο. Δηλαδή, πάνω από το 90% της διηθημένης ελεύθερης καρνιτίνης επαναρροφάται από τα νεφρικά σωληνάρια (Wanner και συν. 1988). Η απώλεια στα ούρα αυξάνει όταν η καρνιτίνη που διηθείται στο σπείραμα υπερβαίνει την ουδό των σωληναρίων, η οποία αναφέρεται ότι είναι περίπου 74 μmol/dl (Engel και συν. 1981, Wagner και συν. 1986, Wanner και συν. 1988). Στα ούρα η καρνιτίνη αποβάλλεται ως ελεύθερη καρνιτίνη και ως ακυλοκαρνιτίνη (εστεροποιημένη καρνιτίνη).

MP$$$$639P

 

Συγκρινόμενη με τους εστέρες της, η ελεύθερη καρνιτίνη είναι αυτή που κυρίως επαναρροφάται από τα νεφρικά σωληνάρια, έτσι που η νεφρική κάδαρση των εστέρων της καρνιτίνης είναι 4-8 φορές υψηλότερη από αυτήν της ελεύθερης καρνιτίνης. Αυτή η εκλεκτική επαναρρόφηση της ελεύθερης καρνιτίνης και απέκκριση των εστέρων είναι σπουδαία για την κατανόηση του μεταβολισμού της καρνιτίνης σε καταστάσεις νεφρικής ανεπάρκειας. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν περίπου:

  • 46% ελεύθερη καρνιτίνη
  • 29% ακυλοκαρνιτίνη μικρής αλυσίδας,
  • 16% ακυλοκαρνιτίνη μακράς αλυσίδας (Wanner και συν. 1988).

[quote]διατροφή πλούσια σε ζωικής προέλευσης τροφικά στοιχεία, αυξάνει την αποβολή καρνιτίνης στα ούρα[/quote]
Το ποσό της καρνιτίνης στα ούρα δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της μεταβολικής πορείας της καρνιτίνης στον ανθρώπινο οργανισμό, γιατί αυτό εξαρτάται από διάφορες καταστάσεις, όπως η δίαιτα, η σωματική δραστηριότητα, η νηστεία κ.α. Έτσι διατροφή πλούσια σε ζωικής προέλευσης τροφικά στοιχεία, αυξάνει την αποβολή καρνιτίνης στα ούρα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στις φυτικής προέλευσης τροφές (Ansell και συν. 1954, Mitchell 1978). [quote]στις γυναίκες η μέση τιμή καρνιτίνης στα ούρα είναι χαμηλότερη σε σχέση με τους άντρες[/quote]
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η νηστεία αυξάνει την απέκκριση καρνιτίνης στα ούρα (Maebashi και συν. 1976, Friedman και συν. 1972). Ίσως αυτό να οφείλεται στην αυξημένη βιοσύνθεση ή στην ενεργοποίηση μέρους των ιστικών αποθεμάτων. Η σωματική άσκηση επηρεάζει θετικά την απέκκριση καρνιτίνης στα ούρα, όπως και η ηλικία φαίνεται να έχει κάποια σχέση (DiMauro και συν. 1976). Επίσης υπάρχει διαφορά στην απέκκριση καρνιτίνης στα ούρα, μεταξύ των δύο φύλλων. Συγκεκριμένα, στις γυναίκες η μέση τιμή καρνιτίνης στα ούρα είναι χαμηλότερη σε σχέση με τους άντρες (Cederblad και συν. 1971, Maebashi και συν 1976), πιθανώς οφείλεται στην διαφορετική μάζα μεταξύ των δύο φύλων.
ΠΑΓΩΝΑ Α. ΜΠΑΑΓΚΟΥΡΑΝΟΥΔΗ

δείτε επίσης εδώ

Ο Τρόπος που τρώω με καθορίζει ως άνθρωπο
dinner-726x400

 

Related Posts

Στην ιστοσελίδα μας χρησιμοποιούμε Cookies, για να μπορέσουμε να προσφέρουμε μια προσωποποιημένη εμπειρία περιήγησης. Αποδοχή Δείτε περισσότερα