Αρχική » Ορχικά ανδρογόνα

Ορχικά ανδρογόνα

by admin

Τα ορχικά ανδρογόνα είναι κυρίως η τεστοστερόνη και σε ασήμαντα βιολογικώς ποσά η διϋδροτεστοστερόνη, η Δ4-ανδροστενδιόνη, η δεϋδροεπιανδροστερόνη και η Δδ-ανδροστενδιόλη.
Η ανδρογονική ισχύς της τεστοστερόνης είναι 30 φορές μεγαλύτερη από τη δράση του συνόλου των υπολοίπων ορχικών ανδρογόνων.
Τα ορχικά ανδρογόνα παράγονται και εκκρίνονται από τα κύτταρα Leydig που διαφοροποιούνται και είναι σε θέση να εκκρίνουν ορμόνες από την 7η εμβρυϊκή εβδομάδα. Η ορμονοσύνθεση στα κύτταρα Leydig γίνεται με τον ίδιο βιοσυνθετικό μηχανισμό όπως στα επινεφρίδια. Ως κύρια πρόδρομη ουσία για το σχηματισμό της τεστοστερόνης από τα κύτταρα Leydig των όρχεων φαίνεται ότι αποτελεί η χοληστερόλη που εμπεριέχεται στην LDL λιποπρωτεΐνη (Freeman DA and Rommerts FFG 1996).

Δείτε εδώ DHEA τόσο χημικά όμορφη…όλα εδώ!

Η αφθονία ορισμένων ενζύμων στα κύτταρα αυτά και η απουσία άλλων οδηγεί τη στερεοειδογένεση στην παραγωγή εκλεκτικά της τεστοστερόνης και σε μικρότερη ποσότητα των άλλων ανδρογόνων. Έτσι, στους άρχεις επικρατεί η Δδ-οδός όπου η DHEA αποτελεί το κύριο Cig στεροειδές από το οποίο σχηματίζεται η τεστοστερόνη (Weusten J JAM et al 1987).
To 95% της τεστοστερόνης στον άνδρα παράγεται στους άρχεις και μόνο το 5% της ορμόνης είναι εξωορχικής προέλευσης.

Η τεστοστερόνη μετατρέπεται σε μικρό ποσοστό σε διϋδροτεστοστερόνη και σε ελάχιστο ποσοστό σε οιστραδιόλη.

Τα κύτταρα Sertoli εμφανίζουν περιορισμένη στεροειδογενετική ικανότητα και παράγουν τεστοστερόνη όχι από χοληστερόλη αλλά μόνο από προγεστερόνη. Μπορούν ακόμα να μετατρέψουν την τεστοστερόνη σε διϋδροτεστοστερόνη και αυτή σε ανδροστανδιόλη και να αρωματοποιήσουν την τεστοστερόνη σε οιστραδιόλη .[quote]Ο μεταβολισμός της τεστοστερόνης, όπως και όλων των στεροειδών, γίνεται στο ήπαρ. Εκεί το 40-50% αυτής μετατρέπεται σε στεροειδή που στερούνται ή έχουν μικρή ανδρογονική δράση και τα οποία αφού συνδεθούν με θειϊκό και γλυκουρονικό οξύ ακολουθούν τον ηπατοεντερικό κύκλο και τελικά αποβάλλονται με τα ούρα[/quote]

Μετά την ήβη η τεστοστερόνη εκκρίνεται σταθερά από τους oόρχεις του ενήλικα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και έχει πολλαπλές ορμονικές ενέργειες και ισχυρή ανδρογονική και αναβολική δράση.

Η τεστοστερόνη χημικά ανήκει στα Cig στεροειδή, είναι παράγωγο του ανδροστονίου και ονομάζεται Δ4-ανδροστεν-17-ολ-3όνη.
Κάτω από την επίδραση της LH οι άρχεις παράγουν γύρω στα 6-7 mg τεστοστερόνης την ημέρα, δηλαδή ένα ποσό 20 φορές μεγαλύτερο από τη συνολική παραγωγή τεστοστερόνης στη γυναίκα (Coffey DS 1988).

Πολλοί bodybuilders  σε περίοδο χρήσης τεστοστερόνης λαμβάνουν μεγάλες ποσότητες για να επιτύχουν βέλτιστα αποτελέσματα, διαταράσσοντας τα φυσιολογικά ορμονικά επίπεδα.

δες εδώ το άρθρο 

ΑΦΕΝΤΙΚΟ Τεστοστερόνη & ΕΠΙΒΙΩΣΗ πόσο μένει στο σώμα;

survivor-726x400

Η τεστοστερόνη μετά την έκκρισή της από τα κύτταρα Leydig κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της εισέρχεται στα τριχοειδή και την κυκλοφορία. Ένα μόνο μικρό ποσό διαχέεται στα γειτονικά σπερματικά σωληνάρια και εισέρχεται στα Sertoli και ένα άλλο ποσό αποχετεύεται με τη λέμφο.
Στην κυκλοφορία η τεστοστερόνη -όπως και όλα τα ανδρογόνα- είναι συνδεδεμένη με την SHBG που παράγεται από το ήπαρ. Το μόριο της SHBG έχει μία μόνο δεσμευτική θέση για κάθε μόριο τεστοστερόνης. Η τεστοστερόνη δεσμεύεται με ισχυρή έλξη και σε ποσοστό περίπου 60-70% με την SHBG και κατά 30-40% περίπου με τις λευκωματίνες. Το 1-3 % της τεστοστερόνης παραμένει ελεύθερο και τούτο είναι το βιολογικά δραστικό κλάσμα της ορμόνης γιατί περνά ελεύθερα τις κυτταρικές μεμβράνες.
Ο μεταβολισμός της τεστοστερόνης, όπως και όλων των στεροειδών, γίνεται στο ήπαρ. Εκεί το 40-50% αυτής μετατρέπεται σε στεροειδή που στερούνται ή έχουν μικρή ανδρογονική δράση και τα οποία αφού συνδεθούν με θειϊκό και γλυκουρονικό οξύ ακολουθούν τον ηπατοεντερικό κύκλο και τελικά αποβάλλονται με τα ούρα. Οι σημαντικότεροι μεταβολίτες της τεστοστερόνης είναι δύο 17-κετοστεροειδή: η ανδροστερόνη (με ασθενή ανδρογονική δράση) και η ετιοχολανολόνη (χωρίς ανδρογονική δράση). Με την οδό αυτή αδρανοποιείται ουσιαστικά η τεστοστερόνη που είναι το βιολογικά δραστικότερο ανδρογόνο του οργανισμού. Τα ηπατικά κύτταρα έχουν επίσης την ενζυμική ικανότητα να παράγουν μικρά ποσά τεστοστερόνης από άλλα ανδρογόνα, κυρίως από Δ4-ανδροστενδιόνη. Μικρό μέρος της τεστοστερόνης (10% περίπου) εκκρίνεται στη χολή, επαναρροφάται στο έντερο και εισέρχεται στην τελικά κυκλοφορία.

To 5-6% της τεστοστερόνης μετατρέπεται στο ήπαρ σε διϋδροτεστοστερόνη που σαν ανδρογόνο είναι 2,5 φορές ισχυρότερο απ’ αυτήν.
Το 2-3% μετατρέπεται σε Δ4-ανδροστενδιόνη που είναι 20 φορές ασθενέστερη απ’ την τεστοστερόνη. Συγχρόνως όμως παράγεται τεστοστερόνη από Δ4- ανδροστενδιόνη σε αναλογία 13-15%. Τούτο στον άνδρα δεν έχει βιολογική σημασία, στη γυναίκα όμως είναι ένας τρόπος μετατροπής της ασθενικής δράσης Δ4- ανδροστενδιόνης στην ισχυρή τεστοστερόνη. Το 4,5% περίπου μετατρέπεται σε ανδροστανδιόλη ενώ 1 % περίπου σε γλυκουρονική τεστοστερόνη που είναι ανενεργής και αποβάλλεται με τα ούρα. Το 0,3% μετατρέπεται σε οιστραδιόλη.
Μόνο το ελεύθερο τμήμα της τεστοστερόνης, που αποτελεί το 1,5% της συγκέντρωσής της στο αίμα και είναι περίπου 0,1 ng/ml, διέρχεται τις κυτταρικές μεμβράνες, εισέρχεται στα κύτταρα και ασκεί τη βιολογική δράση.[quote]Μια πληθώρα τοπικά παραγόμενων στους όρχεις αυξητικοί παράγοντες, πεπτίδια και ορμόνες δρουν διεγερτικά ή ανασταλτικά στην παραγωγή τεστοστερόνης από τους όρχεις.[/quote]

image001Η ρύθμιση της έκκρισης της τεστοστερόνης επιτελείται από τη LH της υπόφυσης. Η θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) μπορεί επίσης να ενισχύει την έκκριση της τεστοστερόνης, επάγωντας την ωρίμανση των κυττάρων του Leydig και αυξάνοντας τον αριθμό των υποδοχέων της LH στα κύτταρα του Leydig (Ketelslegers JM et al 1978, Kerr JB and Sharpe RM 1985). Η τεστοστερόνη ρυθμίζει επίσης την ευαισθησία της υπόφυσης προς τον υποθαλαμικό εκκριτικό παράγοντα LHRH. Μονολότι η υπόφυση μπορεί να μετατρέπει την τεστοστερόνη σε διϋδροτεστοστερόνη (Massa Ret. 1972) και σε οιστρογόνα η ανασταλτική δράση στην έκκριση της LH επιτελείται από την ίδια την τεστοστερόνη αφού μετατραπεί πρώτα σε οιστραδιόλη και όχι από τη διϋδροτεστοστερόνη (Liang Τ et al 1984). Η τεστοστερόνη επιδρά επίσης και στο κεντρικό νευρικό σύστημα για να επιβραδύνει το ρυθμό της παραγωγής ή της έκκρισης της LHRH και συνεπώς για να επιβραδύνει τη συχνότητα της κατά ώσεις έκκρισης της LH. Υπό συνήθεις συνθήκες η έκκριση της LH είναι πολύ ευαίσθητη στις ανατροφοδοτικές επιδράσεις της τεστοστερόνης, με πλήρη καταστολή μετά τη χορήγηση ποσού εξωγενούς ανδρογόνου που προσεγγίζει το ρυθμό της ημερήσιας έκκρισης της τεστοστερόνης (περίπου 7 mg). Εντούτοις, η παρατεταμένη αύξηση της LH του πλάσματος (όπως συμβαίνει σε ανεπάρκεια των όρχεων) καθιστά την υπόφυση λιγότερο ευαίσθητη προς τον αρνητικό ανατροφοδιτικό έλεγχο από το εξωγενές ανδρογόνο.
Τόσο η συγκέντρωση της τεστοστερόνης όσο και εκείνης της LH στο πλάσμα
δεν είναι σταθερή και η καθεμία εμφανίζει σφυγμικές διακυμάνσεις οι οποίες αντανακλούν μεταβολές στο ρυθμό της έκκρισης.[quote]Οι υψηλότερες πρωινές τιμές της τεστοστερόνης στο φυσιολογικό άνδρα δεν φαίνεται να συσχετίζονται με τον ύπνο[/quote]


Η τεστοστερόνη εκκρίνεται στο πλάσμα κατά ώσεις, ανά 60 έως 90 min. Μείζονες εξάρσεις της κατά ώσεις έκκρισης, που έχουν σχέση με τον ύπνο, τόσο της LH όσο και της τεστοστερόνης επισημαίνουν την εφηβεία στον άρρενα.

Στον ενήλικα η ημερήσια μεταβολή στο μέγεθος αυτής της επεισοδιακής έκκρισης της LH και της τεστοστερόνης είναι μικρή, με κορυφαία πρωινά επίπεδα 10 έως 25% υψηλότερα από το υπόλοιπο 24ωρο. Οι υψηλότερες πρωινές τιμές της τεστοστερόνης στο φυσιολογικό άνδρα δεν φαίνεται να συσχετίζονται με τον ύπνο ή με τις μεταβολές των επιπέδων της LH ή της PRL αλλά μάλλον είναι αποτέλεσμα ενός ενδογενούς κιρκάδιου ρυθμού στο επίπεδο των όρχεων (Miyataka A étal 1980).

Groin-testiclesΜια πληθώρα τοπικά παραγόμενων στους όρχεις αυξητικοί παράγοντες, πεπτίδια και ορμόνες δρουν διεγερτικά ή ανασταλτικά στην παραγωγή τεστοστερόνης από τους όρχεις. Διεγερτική δράση έχουν ο ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας I (insuline growth factor-l, IGF-Ι) μέσω αυτοκρινικής και παρακρινικής ενεργοποίησης των κυττάρων Leydig καθώς και η ινχιμπίνη η οποία διεγείρει την παραγωγή τεστοστερόνης μέσω αύξησης της LH. Ανασταλτική δράση έχουν ο μετατρεπτικός αυξητικός παράγοντας α (transforming growth factor a, TGF-a), ο επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (epidermal growth factor, EGF), ο αυξητικός παράγοντας των ινοδοβλαστών (fibroblast growh factor, FGF) καθώς και η ιντερλευκίνη-1 (IL-1 ) και η ακτιβίνη (αντίθετη δράση από την ινχιμπίνη-αναστολή της παραγωγής τεστοστερόνης μέσω ελάττωσης της LH). Επιπλέον οι παραγόμενες στα κύτταρα του Leydig βασσοπρεσίνη (AVP), αγγειοτενσίνη II και διεγερτική της κορτικοτροπίνης ορμόνη (CRH) δρουν αρνητικά στην έκκριση της τεστοστερόνης αναστέλλοντας τόσο τη βασική όσο και τη διεγειρόμενη από τη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG) παραγωγή τεστοστερόνης (Sultan C and Lumbroso S 1996).

H τιμή της τεστοστερόνης του πλάσματος σε φυσιολογικούς ενήλικες άνδρες κυμαίνεται από 10 έως 35 nmol/L (3 έως 10 ng/ml). Στους φυσιολογικούς νεαρούς άνδρες το επίπεδο της διϋδροτεστοστερόνης του πλάσματος είναι περίπου το 1/10 της τιμής της τεστοστερόνης και κυμαίνεται γύρω στα 2 nmol/L (0,5 ng/ml). Σε περισσότερο ηλικιωμένους άνδρες με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη τα επίπεδα της DHT είναι υψηλότερα και κυμαίνονται γύρω στα 3 nmol/L (0,9 ng/ml).

δείτε επίσης εδώ

 ανδρολογικά προβλήματα που οφείλονται
στην  χρήση- κατάχρηση
αναβολικών στεροειδών φαρμάκων

Related Posts

Στην ιστοσελίδα μας χρησιμοποιούμε Cookies, για να μπορέσουμε να προσφέρουμε μια προσωποποιημένη εμπειρία περιήγησης. Αποδοχή Δείτε περισσότερα